χιτώνιο

χιτώνιο
το / χιτώνιον, ΝΜΑ [χιτών]
(στην αρχαιότητα) (ως υποκορ. τ. τού χιτών) κοντός χιτώνας
νεοελλ.
1. στρ. το στρατιωτικό αμπέχονο
2. (μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων
3. φρ. «χιτώνιο πυροβόλου»
στρ. πρόσθετος κυλινδρικός σωλήνας με τον οποίο περιβάλλεται το πίσω τμήμα τού σωλήνα τού πυροβόλου
αρχ.
(ιδίως) είδος λεπτού πολυτελούς γυναικείου ενδύματος («καὶ ταῑς ἀδελφαῑς ἀγοράσαι χιτώνιον», Αριστοφ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αμπέχονο — Είδος αρχαίου μανδύα, μετρίου μεγέθους. Αναφέρεται από συγγραφείς, καθώς και σε επιγραφές και ιδιαίτερα σε καταλόγους αφιερωμάτων στο ιερό της Αρτέμιδος Βραυρωνίας, στην ακρόπολη της Αθήνας. Παραλλαγή του ήταν το αμπεχόνιο, πιο μικρό και πιο… …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • θεμελίωση — Το υπόγειο τμήμα ενός κτιρίου, γέφυρας ή άλλου χτίσματος που προορίζεται να υποβαστάζει το υπέργειο κτίσμα, δηλαδή τις λεγόμενες υπερυψωμένες κατασκευές. Οι θ. των οικοδομών ταξινομούνται στους εξής κύριους τύπους: συνεχείς, συνολικού οικοπέδου… …   Dictionary of Greek

  • κύλινδρος — I (Γεωμ.). Στρογγυλό και επίμηκες γεωμετρικό σώμα, που καταλήγει σε δύο παράλληλες βάσεις. Αν α είναι μια ευθεία και r ένα ορισμένο ευθύγραμμο τμήμα, ονομάζεται κυλινδρική επιφάνεια (ακριβέστερα, κυκλική κυλινδρική) το σύνολο των σε απόσταση r… …   Dictionary of Greek

  • δέρρις — και δέρσις, η (Α) 1. δέρμα 2. δερμάτινο κάλυμμα, χιτώνιο 3. παραπέτασμα 4. στον πληθ. δέρρεις δερμάτινα παραπετάσματα κρεμασμένα μπροστά στα οχυρώματα ή στα πλευρά πολεμικών πλοίων για προφύλαξη από ριπτόμενα εχθρικά βέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ …   Dictionary of Greek

  • επιφανής — Τιμητικός τίτλος. Το υπερθετικό του ε., επιφανέστατος ή νοβελίσιμος, καθιερώθηκε ως τιμητικός τίτλος κατά τον 3o αι. μ.Χ., κυρίως ως επίθετο του τίτλου καίσαρ. Τον τίτλο του ε. μεταβίβαζαν οι αυτοκράτορες στους γιους τους και, αργότερα, το… …   Dictionary of Greek

  • στολίδι — το / στολίδιον ΝΜΑ νεοελλ. 1. καθετί το οποίο κοσμεί ή διακοσμεί («η κόρη μου είναι το στολίδι τού σπιτιού μου») 2. φρ. «τα στολίδια τού αϊνά» ναυτ. ο τέρμονας νεοελλ. μσν. κόσμημα αρχ. δερμάτινο χιτώνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στολή + υποκορ. κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • χιτώνας — Εσωτερικό ένδυμα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Στους μινωικούς λαούς, ο χ. ήταν είδος περισκελίδας, από τη μέση μέχρι τα πόδια, και στους μυκηναϊκούς κοντό πουκάμισο χωρίς μανίκια, που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Τον… …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Δημήτριος — I Ονομασία 31 οικισμών. 1. Πόλη (65.173 κάτ.) στην περιφέρεια της πρωτεύουσας, γνωστή και ως Μπραχάμι. Βρίσκεται στα νοτιοανατολικά της Αθήνας, σε απόσταση 5 χλμ. Αποτελεί τον ομώνυμο δήμο της νομαρχίας Αθηνών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”